σος
11σούς — σός thy masc acc pl …
12σᾶν — σός thy masc/fem gen pl (doric) …
13σᾷ — σός thy fem dat sg (doric aeolic) …
14σέ — σός thy masc voc sg σε , σύ thou acc 2nd sg σύ thou acc 2nd sg …
15σή — σός thy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
16σῶς — σός thy adverbial σῶς safe and sound masc/fem acc pl σῶς safe and sound masc/fem nom sg …
17σῷ — σός thy masc/neut dat sg …
18σώ — σός thy masc/neut nom/voc/acc dual …
19σώς — σός thy masc acc pl (doric) …
20τιθασός — όν, Α 1. (ιδίως για άγρια ζώα) εξημερωμένος και κατοικίδιος 2. (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική τέχνη έγινε ήμερος και κηπαίος 3. (για πρόσ.) ευάγωγος, ευπειθής 4. μτφ. εγχώριος, ντόπιος («ὅταν Ἄρης τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», Αισχύλ.). επίρρ...… …