Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σονάτα

См. также в других словарях:

  • σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …   Dictionary of Greek

  • σονάτα — η (λ. ιταλ.), είδος μουσικής σύνθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγκότο — (Μουσ.). Στα ελληνικά λέγεται βαρύαυλος. Το βαθύτερο από τα πνευστά μουσικά όργανα της ομάδας των ξύλινων. Με διπλό επιστόμιο και κωνικό σωλήνα, το φ. έχει μεγάλη έκταση και μεγάλη ποικιλία ηχητικού όγκου, αν και διατηρεί σε όλη την έκταση τα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • σεληνόφως — ωτος, το, ΝΑ, και σεληνόφωτο Ν 1. αστρον. το φως που προέρχεται από τη Σελήνη και διαχέεται στην ατμόσφαιρα τής Γης, το φεγγαρόφωτο («ἔκειτο δ ἡ μὲν λευκὸν εἰς σεληνόφως φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος», Χαιρήμ.) νεοελλ. φρ. «Σονάτα υπό το… …   Dictionary of Greek

  • τοκάτα — Ενόργανη μουσική σύνθεση που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αι. Αρχικά τ. σήμαινε κάθε έργο προορισμένο να παίζεται σε όργανα με πλήκτρα, όπως εκκλησιαστικό όργανο ή τσέμπαλο (toccare = εγγίζω), ενώ καντάτα γενικά σήμαινε κάθε έργο… …   Dictionary of Greek

  • Γκριγκ, Έντβαρντ Χάγκερουπ — (Edvard Hagerup Grieg, Μπέργκεν 1843 – 1907).Νορβηγός συνθέτης. Ο Γ. τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές στη Λειψία. Ωστόσο, όχι μόνο δεν επηρεάστηκε από τη γερμανική μουσική παιδεία, αλλά ήταν εκείνος που συνετέλεσε στην εμφάνιση της… …   Dictionary of Greek

  • Κρόιτσερ, Ροντόλφ — (Rodolphe Kreutzer, Βερσαλίες 1766 – Γενεύη 1831). Γάλλος βιολιστής και συνθέτης. Μαθητής του Αντόν Στάμιτς, ο οποίος κυρίως τον ενέπνευσε, ο Κ. θεωρείται τέκνο της γερμανικής σχολής, αν και η τέχνη του ωρίμασε στη Γαλλία. Στο Παρίσι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μόσελες, Ίγκνατσι — (Ignaz Moscheles, Πράγα 1794 – Λειψία 1870). Γερμανός συνθέτης, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Αρχικά ο Μ. σπούδασε πλάι στον Γερμανό συνθέτη Καρλ Μαρία Φον Βέμπερ, διευθυντή του Ωδείου της Πράγας. Η συστηματική ενασχόληση του δασκάλου του… …   Dictionary of Greek

  • Πιτσέτι Ιλντεμπράντο — (Pizzetti, Πάρμα 1880 – Ρώμη 1968). Ιταλός συνθέτης. Τελείωσε τις μουσικές του σπουδές στο γνωστό ωδείο της γενέτειράς του και για πολλά χρόνια εργάστηκε συγχρόνως ως καθηγητής και ως συνθέτης. Αφού δίδαξε το 1907 στο Ωδείο της Πάρμας,… …   Dictionary of Greek

  • Manolis Xexakis — Born 1948 Rethymnon, Greece Occupation poet, prose writer Nationality Greek Period 1977– Manolis Xexakis (Greek: Μανόλης Ξεξάκης …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»