σμῑλ-η

  • 1σάμαξ — ακος, ὁ, Α 1. πλέγμα από βούρλα, ψάθα που χρησιμοποιούσαν ως στρωμνή σε καιρό πολέμου 2. τοξικός κάλαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα αξ, ακος, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. δόν αξ, σμίλ αξ). Η άποψη ότι …

    Dictionary of Greek

  • 2στύρακας — ο / στύραξ, ακος, ΝΑ, και λόγιος τ. στύραξ Ν και θηλ. στύραξ, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην οικογένεια στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες κόμμι… …

    Dictionary of Greek

  • 3Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …

    Dictionary of Greek