σμῐνύη
1σμινύη — two pronged hoe fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2σμινύῃ — σμινύη two pronged hoe fem dat sg (attic epic ionic) …
3σμινύη — ή Α δικέλλι, τσάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smei «σμιλεύω» και εμφανίζει επίθημα νυ (πρβλ. λιγ νύ ς) και κατάλ. η / ᾱ (πρβλ. οστρύ η, σιπύ η). Το ι τού τ. σμινύη είναι βραχύ, γεγονός που διευκολύνει την αναγωγή τής λ …
4σμινύαις — σμινύη two pronged hoe fem dat pl …
5σμινύην — σμινύη two pronged hoe fem acc sg (attic epic ionic) …
6σμινύης — σμινύη two pronged hoe fem gen sg (attic epic ionic) …
7σμινύῃσιν — σμινύη two pronged hoe fem dat pl (epic ionic) …
8σμινύδιον — τὸ, Α [σμινύη] υποκορ. τού σμινύη* …
9σμινύας — σμινύᾱς , σμινύη two pronged hoe fem acc pl σμινύᾱς , σμινύη two pronged hoe fem gen sg (doric aeolic) …
10σμίλη — Κοπτικό εργαλείο, γενικά κατάλληλο για την κατεργασία ξύλου, μετάλλων και λίθων. Αποτελείται από μια χαλύβδινη ράβδο ορθογωνικής διατομής με στρογγυλεμένες ακμές, το ένα άκρο της οποίας έχει σχήμα κοπτικής αιχμής. Χρησιμοποιείται με κρούση στο… …
- 1
- 2