σμίλη
71σμίλα — η σμίλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
72σμιλάρι — το 1. σμίλη. 2. ξυλουργικό εργαλείο, κοπτήρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
73σμιλεύω — ευσα, εύτηκα, εμένος, κατεργάζομαι το μάρμαρο με τη σμίλη, λαξεύω: Ο Φειδίας σμίλευε το μάρμαρο με πολλή τέχνη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
74τορευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με την τόρευση ή τον τορευτή (βλ. λλ.): Τορευτική δημιουργία. 2. το θηλ. ως ουσ., τορευτική, η η τέχνη της καλλιτεχνικής επεξεργασίας ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κτλ. με σμίλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75τόρευση — η η επεξεργασία με τη σμίλη, το σκάλισμα: Το ανάγλυφο έχει καλλιτεχνική τόρευση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
76σμιλῶν — σμῑλῶν , σμίλη knife for cutting fem gen pl σμῑλῶν , σμῖλα fem gen pl σμιλα fem gen pl …
77σμίλαι — σμί̱λᾱͅ , σμίλη knife for cutting fem dat sg (doric aeolic) σμί̱λᾱͅ , σμῖλα fem dat sg (doric aeolic) σμιλα fem nom/voc pl σμίλᾱͅ , σμιλα fem dat sg (doric aeolic) …
78σμίλαις — σμί̱λαις , σμίλη knife for cutting fem dat pl σμί̱λαις , σμῖλα fem dat pl σμιλα fem dat pl …
79σμίλαισι — σμί̱λαισι , σμίλη knife for cutting fem dat pl (epic ionic aeolic) σμί̱λαισι , σμῖλα fem dat pl (epic ionic aeolic) σμιλα fem dat pl (epic ionic aeolic) …
80σμίλαν — σμί̱λᾱν , σμίλη knife for cutting fem acc sg (doric aeolic) σμιλα fem acc sg …