σμίλη

  • 61τορνεύω — ΝΜΑ [τόρνος] 1. κατεργάζομαι μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό με τόρνο, τορνάρω 2. μτφ. επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο, γραπτό ή προφορικό (α. «τορνευμένες φράσεις» β. «ἵνα τὴν γλῶσσαν τορνεύσαντες λόγον διὰ χειλέων ἐκπέμψωσι», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 62εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… …

    Dictionary of Greek

  • 63Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… …

    Dictionary of Greek

  • 64παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …

    Dictionary of Greek

  • 65Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 66Τ’ανγκ — Κινεζική αυτοκρατορική δυναστεία η οποία βασίλεψε από το 618 έως το 907. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της δυναστείας αυτής εξουδετερώθηκε η θιβετανή πίεση και η Κορέα προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία. Κυρίως από πολιτιστική άποψη η δυναστεία Τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 67ԶՄԵԼԻՆ — (աւ.) NBH 1 0739 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ԶՄԵԼԻՆ կամ ԶՄԻՂԻՆ ղնի, ղնաւ. յն. սմի՛լի, սմիլի՛օն. σμίλη, σμιλίον scalprum, scalpellum Կտրոց փոքրիկ եւ հատու յոյժ. ածելի վարսավիրայի. ... *Կտրեաց զայն զմելինաւ դպրապետինʼʼ ա՛յլ ձ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 68ԶՄԻՂԻՆ — (ղնի, նաւ.) NBH 1 0739 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ԶՄԵԼԻՆ կամ ԶՄԻՂԻՆ. յն. սմի՛լի, սմիլի՛օն. σμίλη, σμιλίον scalprum, scalpellum Կտրոց փոքրիկ եւ հատու յոյժ. ածելի վարսավիրայի. ... *Կտրեաց զայն զմելինաւ դպրապետինʼʼ ա՛յլ ձ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 69γλύφανο — το εργαλείο με το οποίο λαξεύονται τα σκληρά υλικά, σμίλη, γλυφίδα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 70σκάβω — και σκάφτω έσκαψα, σκάφτηκα, σκαμμένος 1. διανοίγω τη γη με τη σκαπάνη: Έσκαψε τον κήπο του για να φυτέψει λαχανικά. 2. φρ., «Σκάβω το λάκκο μου», καταστρέφομαι μόνος μου. 3. σκαλίζω λίθο ή μάρμαρο: Έσκαψε το μάρμαρο με τη σμίλη για να του δώσει… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)