σμίλη

  • 51ξυστήρας — ο (Α ξυστήρ, ῆρος) εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξύσιμο, ρίνη, λίμα, ή για το ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα αρχ. 1. είδος χειρουργικού μαχαιριού 2. στιλβωτικό εργαλείο 3. εργαλείο τής γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο 4. μέρος τού εξωτερικού αφτιού 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 52σιδήριον — και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α [σίδηρος / σίδαρος] 1. το σιδερένιο τμήμα εργαλείου ή σκεύους 2. κάθε εργαλείο, όργανο, σκεύος ή όπλο από σίδηρο 3. η μάχαιρα («σιδήριον εἰς κρεονομίαν», πάπ.) 4. σίδηρος 5. φρ. «σιδήριον λειθουργόν» η σμίλη τού… …

    Dictionary of Greek

  • 53σκαρπέλο — και σκαλπέλο, το, Ν είδος εργαλείου από χάλυβα που χρησιμοποιείται για κόψιμο, χάραξη ή ξύσιμο αντικειμένων, η σμίλη, κν. κοπίδι («με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν... την πέτρα μου», Οδ. Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 54σμίλα — I Πόλη στην αρχαία Μακεδονία, στην περιοχή της Χαλκιδικής, η οποία παραχώρησε στρατό και πλοία στον Ξέρξη το 480 π.Χ. II Πεδινός οικισμός (528 κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην επαρχία Ηλείας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (528κάτ …

    Dictionary of Greek

  • 55σμίλευση — η / σμίλευσις, εύσεως, ΝΜΑ [σμιλεύω] κατεργασία αντικειμένου με σμίλη, λάξευση …

    Dictionary of Greek

  • 56σμιλευτός — ή, ό / σμιλευτός, ή, όν ΝΑ [σμιλεύω] κατεργασμένος με σμίλη, λαξευτός, σκαλιστός …

    Dictionary of Greek

  • 57σμιλόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος μεγάλων σαρκοφάγων θηλαστικών που ανήκει στην ομάδα τών μαχαιροδόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. smilodon < σμίλη + ὀδούς / ὀδών, ὀδόντος) …

    Dictionary of Greek

  • 58σμινύη — ή Α δικέλλι, τσάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smei «σμιλεύω» και εμφανίζει επίθημα νυ (πρβλ. λιγ νύ ς) και κατάλ. η / ᾱ (πρβλ. οστρύ η, σιπύ η). Το ι τού τ. σμινύη είναι βραχύ, γεγονός που διευκολύνει την αναγωγή τής λ …

    Dictionary of Greek

  • 59τορεύς — έως, ὁ, Α 1. η σμίλη, το κοπίδι τού τορευτή* 2. είδος τρυπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος + κατάλ. εύς (πρβλ. κωπ εύς: κώπη). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. τορεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 60τορνευτήριο — το / τορνευτήριον, ΝΑ νεοελλ. εργαστήριο επεξεργασίας μετάλλου ή ξύλου με τόρνο αρχ. το εργαλείο, η σμίλη τού τορνευτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορνεύω + επίθημα τήριο(ν), πρβλ. γυμνασ τήριο] …

    Dictionary of Greek