σμία

  • 1μαρίδα — Κοινή ονομασία περκόμορφων ψαριών του γένους Spicara της οικογένειας των κεντρακανθιδών. Πρόκειται για ψάρια μικρού μεγέθους, μέχρι 20 εκ., με επίμηκες και πλευρικά πεπιεσμένο σώμα. Στις ελληνικές θάλασσες, αλιεύονται η κοινή μαρίδα (Spicara… …

    Dictionary of Greek

  • 2μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …

    Dictionary of Greek