σμήξῃ

  • 1σμήξη — η / σμῆξις, ήξεως, ΝΑ [σμήχω] νεοελλ. ναυτ. εργασία για αφαίρεση τών υδάτων που μένουν στο κατάστρωμα μετά το πλύσιμό του αρχ. 1. καθαρισμός («σμήξει τε ὀδόντων καὶ ὀνυχισμῷ», Στράβ.) 2. πλύσιμο με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή 3. σκούπισμα …

    Dictionary of Greek

  • 2σμήξῃ — σμήχω wipe off aor subj mid 2nd sg σμήχω wipe off aor subj act 3rd sg σμήξηι , σμῆξις cleansing fem dat sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3σμηκτικός — ή, ό / σμηκτικός, ή, όν, ΝΑ [σμήκτης] 1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη 2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.) νεοελλ. φρ. α) «σμηκτική κατάσταση» φυσ. χημ.… …

    Dictionary of Greek