σμάρδικον
1σμάρδικον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στρουθίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …
2σμαρδικοπώλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «oἱ τοὺς στρουθοὺς πωλοῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάρδικον + πώλης*] …
1σμάρδικον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στρουθίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …
2σμαρδικοπώλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «oἱ τοὺς στρουθοὺς πωλοῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάρδικον + πώλης*] …