σμάραγνα

  • 1σμαράγνα — σμαράγνᾱ , σμάραγνα sounding seourge fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σμάραγνα — ἡ, Α βλ. μάραγνα …

    Dictionary of Greek

  • 3MARRUGINA — in Glossis optimae notae redditur εἶδος παλεούρουἔςι δὲ ἀκανςθῶδες δένδρον, paliuri species, quoe est arbor spinosa. Ubi marrugina idem videtur, quod μάραγνα; quam vocem usurpat Chaldaeus Interpres, ad locum 1. Regum c. 12. v. 11, Pater meus… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4μάραγνα — η (Α μάραγνα και σμάραγνα) νεοελλ. το μαστίγιο που χρησιμοποιείται από τους ιπποδαμαστές για τον δαμασμό τών ίππων αρχ. μαστίγιο («μάραγνα μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαζί με την αντίστοιχη της συριακή māragnā είναι παράλληλα… …

    Dictionary of Greek