σμύρνῃ κατάλειπτος
1κατάλειπτος — κατάλειπτος, ον (Α) [καταλείφω] αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ») …
1κατάλειπτος — κατάλειπτος, ον (Α) [καταλείφω] αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ») …