σμυρναῖος
1Σμυρναῖος — of Smyrna masc nom sg …
2σμυρναῖος — of Smyrna masc nom sg …
3Σμυρναίος — ο, θηλ. Σμυρναία / Σμυρναῑος, θηλ. Σμυρναία, ΝΜΑ ο κάτοικος τής Σμύρνης ή αυτός που κατάγεται από τη Σμύρνη, αλλ. Σμυρνιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σμύρνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. Ρωμ αίος)] …
4σμυρναίος — αία, ον, Α [σμύρνα] παρασκευασμένος από σμύρνα …
5Σμυρναίος — ο θηλ. Σμυρναία και Σμυρνιός, ο θηλ. Σμυρνιά κάτοικος της Σμύρνης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Κόιντος ο Σμυρναίος — (4ος αι. μ.Χ.). Επικός ποιητής από τη Σμύρνη. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Τα μεθ’ Όμηρον ή Παραλειπόμενα Ομήρου, το οποίο απαρτιζόταν από 14 βιβλία και περιέγραφε τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περίοδο μεταξύ του τέλους της Ιλιάδας και της… …
7Φιλόκαλλος Σμυρναίος — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό που εκδιδόταν στη Σμύρνη (1858 90). Στο περιοδικό αυτό καταχωρήθηκαν αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα, ενδεικτικά της υψηλής πνευματικής στάθμης του ελληνισμού της Μικράς Ασίας …
8Σμυρναῖον — Σμυρναῖος of Smyrna masc acc sg Σμυρναῖος of Smyrna neut nom/voc/acc sg …
9σμυρναῖον — σμυρναῖος of Smyrna masc acc sg σμυρναῖος of Smyrna neut nom/voc/acc sg …
10Σμυρναῖαι — Σμυρναῖος of Smyrna fem nom/voc pl …