σμιρίτης λίθος

  • 1σμυρίτης — και σμιρίτης και, δ. γρφ., σμιριτός, ὁ, Α φρ. «σμυρίτης λίθος» η σμύριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρις / σμίρις + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] …

    Dictionary of Greek