σμικρότατα
1σμικρότατα — σμῑκρότατα , μικρός small adverbial superl σμῑκρότατα , μικρός small neut nom/voc/acc superl pl σμῑκρότατα , σμικρός small adverbial superl σμῑκρότατα , σμικρός small neut nom/voc/acc superl pl …
1σμικρότατα — σμῑκρότατα , μικρός small adverbial superl σμῑκρότατα , μικρός small neut nom/voc/acc superl pl σμῑκρότατα , σμικρός small adverbial superl σμῑκρότατα , σμικρός small neut nom/voc/acc superl pl …