-
1 σμηνίτης
[зминитис] ουσ. а. летчик эскадрильи,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σμηνίτης
См. также в других словарях:
σμηνίτης — ο, Ν στρ. οπλίτης που εκτελεί τη στρατιωτική του θητεία στην πολεμική αεροπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμήνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σμηνίτης — ο στρατιώτης που υπηρετεί στην αεροπορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Военно-воздушные силы Греции — Ελληνική Πολεμική Αεροπορία Военно воздушные силы Греции Эмблема ВВС Греции Страна … Википедия
Polemikí Aeroporía — Πολεμική Αεροπορία Logo de la force aérienne grecque Période 1911 Pays … Wikipédia en Français
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
νεοσύλλεκτος — και νεοσύλλεχτος, η, ο (Α νεοσύλλεκτος, ον) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη (ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης,… … Dictionary of Greek
φρουρός — ο 1. αυτός που φρουρεί, που φυλάγει κάτι, ο φύλακας και ιδίως ο στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς: Οι φρουροί των συνόρων. 2. στρατιώτης ή ναύτης ή σμηνίτης «σκοπός», που «φυλάει βάρδια», ο βαρδιάτορας, το καραούλι. 3. καθένας που είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)