σμήρισμα
1σμήρισμα — air tight fitting neut nom/voc/acc sg …
2σμήρισμα — τὸ, Α 1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα 2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι,… …
3σμηρισμάτων — σμήρισμα air tight fitting neut gen pl …
4σμηρίσματα — σμήρισμα air tight fitting neut nom/voc/acc pl …
5σμηρίσματι — σμήρισμα air tight fitting neut dat sg …
6σμηρίσματος — σμήρισμα air tight fitting neut gen sg …
7σμηρισμάτιον — τὸ, Α [σμήρισμα, ατος] υποκορ. τού σμήρισμα* …
8συσμηρίζω — Α προσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)] …