σκῠλοδεψεῖν
1σκυλοδεψεῖν — σκυλοδεψέω tan hides pres inf act (attic epic doric) …
2σκυλοδεψώ — έω, Α [σκυλοδέψης] είμαι σκυλοδέψης*, κατεργάζομαι δέρματα («ἢ σκυτοτομεῑν ἢ πλινθουργεῑν... ἢ σκυλοδεψεῑν», Αριστοφ.) …
1σκυλοδεψεῖν — σκυλοδεψέω tan hides pres inf act (attic epic doric) …
2σκυλοδεψώ — έω, Α [σκυλοδέψης] είμαι σκυλοδέψης*, κατεργάζομαι δέρματα («ἢ σκυτοτομεῑν ἢ πλινθουργεῑν... ἢ σκυλοδεψεῑν», Αριστοφ.) …