σκώπευμα
1σκώπευμα — neut nom/voc/acc sg …
2σκώπευμα — τὸ, Α χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση τής γλαύκας, αλλ. σκώψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. *σκωπεύω] …
3σκωπευμάτων — σκώπευμα neut gen pl …
4σκωπίας — ὁ, Α σκώπευμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός + κατάλ. ίας (πρβλ. πλασματ ίας)] …