σκύφος
1σκύφος — cup neut nom/voc/acc sg σκύφος cup masc nom sg …
2σκύφος — Είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων με φαρδύ στόμιο και γλυπτές παραστάσεις. Κατασκευαζόταν από διάφορες ύλες, όπως ξύλο, πηλό, ασήμι και χρυσό, ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αυτού που τον χρησιμοποιούσε. Οι σ. αναφέρονται συχνά σε αρχαία κείμενα… …
3σκύφει — σκύφος cup neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκύφεϊ , σκύφος cup neut dat sg (epic ionic) σκύφος cup neut dat sg …
4σκύφους — σκύφος cup neut gen sg (attic epic doric) σκύφος cup masc acc pl …
5σκύπφον — σκύφος cup masc acc sg …
6σκύπφου — σκύφος cup masc gen sg …
7σκύπφους — σκύφος cup masc acc pl …
8σκύφιος — σκύφος cup neut gen sg (doric) …
9σκύφοι — σκύφος cup masc nom/voc pl …
10σκύφοις — σκύφος cup masc dat pl …