σκύταλα
1σκυτάλα — σκυτάλᾱ , σκυτάλη staff fem nom/voc/acc dual σκυτάλᾱ , σκυτάλη staff fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2σκύταλα — σκύταλον cudgel neut nom/voc/acc pl …
3σκυτάλας — σκυτάλᾱς , σκυτάλη staff fem acc pl σκυτάλᾱς , σκυτάλη staff fem gen sg (doric aeolic) …
4σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …
5σκυτάλαι — σκυτάλη staff fem nom/voc pl σκυτάλᾱͅ , σκυτάλη staff fem dat sg (doric aeolic) …