σκύλσις θυμός

  • 1σκύλησις — ήσεως, και σκύλσις, εως, ἡ, Α [σκύλλω] 1. σκυλμός* 2. (κατά τον Ησύχ.) θυμός, σάλος, ταραχή …

    Dictionary of Greek