σκίδναμαι
1σκίδναμαι — σκίδνημι disperse pres ind mp 1st sg …
2κατασκίδναμαι — (Α) κατασκορπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκίδναμαι, αρχαιότερος τ. τού σκεδάννυμαι «σκορπίζομαι»] …
3σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… …
4σκίναξ — ακος, ὁ, ἡ, Α 1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξ ο λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού κινῶ* (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι] …
5σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… …
6(s)k(h)ed-, (s)k(h)e-n-d- — (s)k(h)ed , (s)k(h)e n d English meaning: to crush, scatter Deutsche Übersetzung: “zerspalten, zerstreuen” Note: (extension from sek “cut, clip”) Material: O.Ind. skhadatē (uncovered) ‘splits” (*skhn̥d ?); Av. sčandayeiti… …