σκήνωμα
1σκήνωμα — quarters neut nom/voc/acc sg …
2σκήνωμα — το, ΝΑ [σκηνῶ (III)] σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. μσν. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα τού αγίου Διονυσίου») μσν. αρχ. το σώμα τού ανθρώπου ως κατοικία τής ψυχής αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς… …
3σκήνωμα — το 1. σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής. 2. λείψανο αγίου: Στην Κέρκυρα βρίσκεται το σκήνωμα του αγίου Σπυρίδωνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σκηνωμάτων — σκήνωμα quarters neut gen pl …
5σκηνώμασι — σκήνωμα quarters neut dat pl …
6σκηνώμασιν — σκήνωμα quarters neut dat pl …
7σκηνώματα — σκήνωμα quarters neut nom/voc/acc pl …
8σκηνώματι — σκήνωμα quarters neut dat sg …
9σκηνώματος — σκήνωμα quarters neut gen sg …
10село — мн. сёла, укр. село, блр. село, др. русск. село жилище; селение; поле , ст. слав. село σκηνή, σκήνωμα; ἀγρός [ населенное место, дворы, жилые и хоз. постройки; поле, земля ] (в обоих знач. в Psalt. Sin.; см. Мейе, Et. 419), болг. село село ,… …