σκέπ-η
11σφεδανός — και σφαδανός ή, όν, Α 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.) 2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *sp(h)e(n)d «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ.… …
12spek̂- — spek̂ English meaning: to watch Deutsche Übersetzung: ‘spähen, scharf hinsehen” Material: O.Ind. spásati (Dhütup.), pásyati “ sees “, participle spaṣṭá (= Av. spašta , Lat. spectus), spáṭ ‘späher” (= Av. spas, Lat. au , haru… …
Страницы
- 1
- 2