σκάνδιξ
1σκάνδιξ — και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, ικος και σκάνδυξ, υκος, ἡ, ΝΑ βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή τής τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι… …
2σκάνδιξ — σκάνδῑξ , σκάνδιξ wild chervil fem nom/voc sg …
3σανδίκι — και σαντίκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ «καυκαλήθρα» (< λατ. scandix)] …
4σκαντζίκι — και σκαντσίκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκάνδιξ, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκανδίκιον] …
5ευσκάνδιξ — εὐσκάνδιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει άφθονους σκάνδικες, άφθονα μυρώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκάνδιξ «φραγκομαϊντανός, μυρώνι»] …
6μυρόνι — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον ή < μυρρίς] …
7σκάνδυξ — ο / σκάνδυξ, υκος, ἡ, ΝΑ βλ. σκάνδιξ …
8σκανδικοπώλης — ὁ, Α πωλητής αγριολάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ, ικος + πώλης*] …
9σκανδικώδης — ῶδες, Α [σκάνδιξ, ικος] όμοιος με άγριο λάχανο ή αυτός που έχει τις ιδιότητες τού παραπάνω φυτού …
10χτενόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ, αλλ. καυκαλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, η οποία οφείλεται στη μορφή του] …
- 1
- 2