σκάναμα

  • 1σκάναμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τόπος πρὸς τὸ εὖ στιβάσασθαι» …

    Dictionary of Greek

  • 2σκήνημα — (I) ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, άματος, Α 1. σκηνή 2. κατασκήνωση 3. στρατόπεδο 4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. *σκανῶ, άω]. (II)… …

    Dictionary of Greek