σκώπτης
1σκώπτης — scoffer masc nom sg …
2σκώπτῃς — σκώπτης scoffer masc dat pl (epic) σκώπτω mock pres subj act 2nd sg …
3σκώπτης — ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑ αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ τού σκώπτω* + κατάλ. της / τρια] …
4σκώπτης — ο θηλ. σκώπτρια αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σκῶπτα — σκώπτης scoffer masc voc sg σκώπτης scoffer masc nom sg (epic) …
6σκωπτῶν — σκώπτης scoffer masc gen pl …
7σκῶπται — σκώπτης scoffer masc nom/voc pl …
8σκώπτην — σκώπτης scoffer masc acc sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres inf act (doric aeolic) …
9σκώπτω — σκώπτης scoffer masc gen sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres subj act 1st sg σκώπτω mock pres ind act 1st sg …
10σκώπτῃ — σκώπτης scoffer masc dat sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres subj mp 2nd sg σκώπτω mock pres ind mp 2nd sg σκώπτω mock pres subj act 3rd sg …