σκώπτης
21τραχηλάς — ο / τραχηλᾶς, ΝΜ (ως προσωνυμία τού Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο μσν. σκώπτης, χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. άς (πρβλ. κεφαλ άς, μαγουλ άς)] …
22φιλοσκώπτης — ὁ, Α φιλοσκώμμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκώπτης (< σκώπτω)] …
23περιγελαστής — ο θηλ. περιγελάστρα ο χλευαστής, αυτός που περιγελά, ο σκώπτης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы