σκύταλον
11σκυτάλῳ — σκύταλον cudgel neut dat sg σκύταλος cudgel masc dat sg …
12σκύταλα — σκύταλον cudgel neut nom/voc/acc pl …
13σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …
14σκυτάλιον — τὸ, Α [σκύταλον] υποκορ. 1. μικρή ράβδος 2. μικρός σωλήνας 3. μοχλός με τον οποίο κινείται βαρούλκο 4. υποστήρισμα, υπέρεισμα 5. δόντι οδοντωτού τροχού 6. είδος φυτού …
15σκύταλος — ο, ΝΜ νεοελλ. (νομ.) παρωχημένο αυτοσχέδιο λαϊκό όργανο πιστοχρεώσεων, που ήταν επίμηκες ξύλινο στέλεχος, στο οποίο οι συναλλασσόμενοι χάραζαν με αιχμηρό όργανο έτσι ώστε κάθε χαρακιά να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη δοσοληψία προκαθορισμένης… …
16σκυτάλι' — σκυτάλια , σκύταλον cudgel neut nom/voc/acc pl σκυτάλια , σκυτάλιον little staff neut nom/voc/acc pl …
17skēu-6(t-) — skēu 6(t ) English meaning: to cut, separate, scratch Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, kratzen, scharren, stochern, stöbern” Note: extension from sek “cut, clip” Material: O.Ind. sküu ti, skunüti, skunōti ‘stört,… …
- 1
- 2