σκύλακας
1Σκύλακας — Σκύλαξ young dog masc acc pl …
2σκύλακας — σκύλαξ young dog masc/fem acc pl …
3λυμεών — ο (AM λυμεών, ῶνος) 1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.) 2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. εών (πρβλ. απατ εών)] …
4υποτρέφω — Α [τρέφω] 1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ. β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.) 2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.) 3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι… …