σκότος
1σκότος — darkness neut nom/voc/acc sg σκότος darkness masc nom sg …
2σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …
3σκότος — το 1. σκοτάδι: Αδιαπέραστο σκότος κάλυψε τα πάντα. 2. τύφλωση: Ζει στο αιώνιο σκότος. 3. μυστήριο, ασάφεια: Σκότος καλύπτει την υπόθεση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Σκότος — ο, Ν βλ. Σκώτος …
5Ιωάννης Σκότος Εριγένης — Βλ. λ. Εριγκένα ή Εριούγκενα, Ιωάννης ο Σκότος …
6Εριγένης, Ιωάννης ο Σκότος — (John ScotusErigenaEriugena, Ιρλανδία 810 – 877;). Φιλόσοφος και θεολόγος. Από το 847 έζησε στο Παρίσι, όπου διετέλεσε διευθυντής της Παλατιανής Σχολής του Παρισιού. Με εντολή του Φράγκου βασιλιά Καρόλου Β’ του Φαλακρού μετέφρασε από τα ελληνικά… …
7σκότει — σκότος darkness neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκότεϊ , σκότος darkness neut dat sg (epic ionic) σκότος darkness neut dat sg σκοτάω their sight is darkened pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) σκοτάω their sight is darkened imperf ind… …
8σκότη — σκότος darkness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκότος darkness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκοτάω their sight is darkened pres imperat act 2nd sg (doric) σκοτάω their sight is darkened pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic… …
9σκότους — σκότος darkness neut gen sg (attic epic doric) σκότος darkness masc acc pl σκοτόω darken imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
10σκότω — σκότος darkness masc nom/voc/acc dual σκότος darkness masc gen sg (doric aeolic) σκοτόω darken pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) σκοτόω darken imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …