σκότος

  • 91περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …

    Dictionary of Greek

  • 92περιδνοφώ — έω, Α περιβάλλω με σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δνοφῶ / οῦμαι (< δνόφος «σκότος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 93πετραρέα — και πετραρία, ἡ, Μ πολεμική μηχανή που έριχνε πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + αρία (πρβλ. σκοτ αρία: σκότος)] …

    Dictionary of Greek

  • 94πολυφάνταστος — η, ο / πολυφάνταστος, ον, ΝΑ αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη φαντασία, που καταπλήσσει τη φαντασία («σκότος ἐμπίπλαται πολυφαντάστων εἰδώλων χαλεπὰς μὲν ὄψεις οἰκτρὰς δὲ φωνὰς ἐπιφερόντων», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που διαθέτει μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 95πολύσκοτος — ον, Μ πολύ σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκότος] …

    Dictionary of Greek

  • 96προσκοτώ — έω, Α καλύπτω με σύννεφα, σκιάζω, επισκιάζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τού ἐπισκοτῶ (< ἐπί + σκότος)] …

    Dictionary of Greek

  • 97σκνίφος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ σκότος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιφός / σκνιφαῖος «σκοτεινός» (βλ. λ. κνίψ)] …

    Dictionary of Greek

  • 98σκοτάζω — ΜΑ [σκότος] 1. ρίχνω σκοτάδι, σκοτίζω («καὶ ἐσκότασεν ἐπ αὐτὸν ὁ Λίβανος», ΠΔ) 2. παθ. σκοτάζομαι γίνομαι σκοτεινός, σκοτεινιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 99σκοτάρχης — και σκόταρχος, ὁ, Μ ο άρχοντας τού σκότους, τών σκοτεινών δυνάμεων, ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + άρχης* / αρχος*] …

    Dictionary of Greek

  • 100σκοτένδυτος — ον, Μ (κυρίως για αχρείο και φαύλο) αυτός που είναι ντυμένος με σκοτάδι, μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + ἐνδυτός (< ἐνδύω «ντύνω»), πρβλ. ρακ ένδυτος] …

    Dictionary of Greek