σκότος

  • 71αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …

    Dictionary of Greek

  • 72επίσκοτος — ἐπίσκοτος, ον (Α) [σκότος] αυτός που βρίσκεται στο σκοτάδι …

    Dictionary of Greek

  • 73επισκοτώ — (AM ἐπισκοτῶ, έω) επισκοτίζω αρχ. 1. στέκομαι μπροστά σε κάποιον και τον εμποδίζω 2. θολώνω (κυρίως τον νου). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκοτώ (< σκότος)] …

    Dictionary of Greek

  • 74επιτάραξις — ἐπιτάραξις, ἡ (Α) [επιταράσσω] διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 75εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… …

    Dictionary of Greek

  • 76ζοφηφορία — ζοφηφορία, ἡ (Α) ζόφος, σκότος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + φορία < φόρος. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγή δηλ. τών αλλεπάλληλων βραχέων (πρβλ. ασπιδοφόρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 77ιοδνεφής — ἰοδνεφής, ές (Α) αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δνεφής (< αμάρτ. *δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 78καταζοφώ — καταζοφῶ, όω (Μ) 1. επισκοτίζω, σκοτεινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζοφῶ «σκοτεινιάζω» (< ζόφος «σκότος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 79καταψέφω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κατασκοτίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψέφω (< ψέφως «σκότος»). Αβέβαιη η σύνδεση τού β συνθετικού με το ρ. ψέφω «φροντίζω» που εμφανίζεται ως β συνθετικό στο ρ. μεταψέφω «αλλάζω γνώμη»] …

    Dictionary of Greek

  • 80κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… …

    Dictionary of Greek