σκότος

  • 121σκοτομήδης — ὁ, Μ άτομο με σκοτεινές σκέψεις, δόλια και πονηρά διαλογιζόμενο, πανούργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μήδης (< μήδομαι «ετοιμάζω, σχεδιάζω»), πρβλ. ψοφο μήδης] …

    Dictionary of Greek

  • 122σκοτομήνιος — ον, Α σκοτεινός και ασέληνος («νὺξ δ ἄρ ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μήνιος (< μήν, μηνός «μήνας, φεγγάρι»), πρβλ. νεο μήνιος] …

    Dictionary of Greek

  • 123σκοτοματικώς — Μ [σκότος] επίρρ. φρ. «σκοτοματικῶς πληροῡμαι» πάσχω από ιλίγγους, έχω ιλίγγους (Θεοφάν. Ομ.) …

    Dictionary of Greek

  • 124σκοτομαχώ — έω, Α μάχομαι, πολεμώ στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ὁπλο μαχῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 125σκοτοπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυνατότητα όρασης σε αμυδρό φως 2. φρ. «σκοτοπική όραση» βιολ. δυνατότητα διάκρισης τών αντικειμένων χωρίς χρώματα, αλλά μόνον σε μαύρο ή σε τόνους τού γκρίζου χρώματος και με ασάφεια τού περιγράμματός …

    Dictionary of Greek

  • 126σκοτοποιός — ὁ, Α αυτός που επιφέρει σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 127σκοτοφεγγής — ές, Α αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῑς», Ζώσιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο φεγγής] …

    Dictionary of Greek

  • 128σκοτοφόρος — ον, Μ αυτός που φέρνει, που προκαλεί σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + φόρος*] …

    Dictionary of Greek