σκότος

  • 111σκοτιδινία — η, ΝΑ, και ιων. τ. σκοτοδινίη, Α σκοτοδίνη αρχ. μτφ. διανοητική σύγχυση, ταραχή τού νου («καὶ τοῡθ ἡμῶν ἀπορουμένων ἔτι μείζων κατεχύθη σκοτοδινία», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δινία (< δίνη), πρβλ. παλιν δινία] …

    Dictionary of Greek

  • 112σκοτοβακτήριο — το, Ν συν. στον πληθ. τα σκοτοβακτήρια βιολ. μεγάλη ομάδα βακτηρίων στην οποία ανήκουν όλα τα ετερότροφα αρνητικά κατά Γκραμ βακτήρια και ορισμένες άλλες ετερότροφες ομάδες, τα οποία, όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους, είναι αδιάφορα προς την… …

    Dictionary of Greek

  • 113σκοτοβινιώ — άω, Α (κωμ. λ.) 1. συνουσιάζομαι στο σκοτάδι 2. επιθυμώ να βρεθώ κρυφά με γυναίκα («κἀγὼ καθεύδειν βούλομαι καὶ στύομαι καὶ σκοτοβινιῶ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + βινῶ «συνουσιάζομαι» με επίθημα ιῶ, δηλωτικό ασθενείας] …

    Dictionary of Greek

  • 114σκοτογραφία — η, Ν (στον πνευματισμό) πνευματιστική γραφή κειμένου απευθείας από τα πνεύματα, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + γραφία*] …

    Dictionary of Greek

  • 115σκοτοδασυπυκνόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (στην κωμωδία) αυτός που έχει μαύρο, δασύ και πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δασύς + πυκνός + θρίξ, τριχός] …

    Dictionary of Greek

  • 116σκοτοδότης — ὁ, Μ αυτός που φέρνει το σκοτάδι τού θανάτου, θανατηφόρος, θανατερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αἱμο δότης] …

    Dictionary of Greek

  • 117σκοτοείμων — όειμον, Α αυτός που είναι ντυμένος με σκοτεινά χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. λευκο είμων] …

    Dictionary of Greek

  • 118σκοτοειδής — ές, Α αυτός που φαίνεται σκοτεινός («ψυχῶν σκοτοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 119σκοτοεργός — όν, Α αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + εργός (< έργον*), πρβλ. λιθο εργός] …

    Dictionary of Greek

  • 120σκοτοιβόρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που τρώει ή κατατρώει στο σκοτάδι 2. μτφ. ύπουλος, δόλιος, καταστρεπτικός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «συννεφής, σκοτεινός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Το οι τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρ.… …

    Dictionary of Greek