-
1 σκόρδο
[скордо] ουσ. о. чеснок,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκόρδο
-
2 чеснок
-
3 чесноковый
επ.του σκόρδου ή με σκόρδο•чесноковый запах μυρουδιά σκόρδου•
-ая колбаса σαλάμι με σκόρδο.
-
4 чеснок
бот. κρόμμυον το σκόροδονразг. το σκόρδοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чеснок
-
5 чеснок
чеснокм τό σκόρδο[ν]:связка \чеснока μιά ἀρμαθιά σκόρδα· до́лька \чеснока ἡ σκέλιδα σκόρδου. -
6 щелчок
щелчокл1. ἡ στράκα/ ἡ (σκόρδο-) μυτιά (тк. по носу)·2. перен ἡ προσβολή. -
7 чеснок
[τσισνόκ] ουσ. α. σκόρδο -
8 чеснок
[τσισνόκ] ουσ α σκόρδο -
9 карбонад
-а α.φιλέτο χοίρινο (ψημένο με σκόρδο και μοσχοκάρυδο). -
10 нести
несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. несяρ.σ.1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•-мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.
|| μτφ. επωμίζομαι•нести отвтственность φέρω ευθύνη.
|| εκτελώ εκπληρώνω•нести службу εκτελώ υπηρεσία•
нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.
|| μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.
3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•-ст чесноком μυρίζει σκόρδο•
от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.
|| φυσώ, πνέω•с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•
-т с окна φυσάει από το παραθύρι.
|| μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•
нести потери υφίσταμαι απώλειες•
нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.
5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.6. επιφέρω•нести смерть επιφέρω τον θάνατο.
7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.8. γεννώ (αυγά)•курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.
9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.
εκφρ.высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες. -
11 фарш
-а α.1. ο κιμάς•говяжий фарш βοδινός κιμάς.
2. παραγέμισμα•колбса с чесночным -ем σαλάμι με τριμμένο σκόρδο.
-
12 чеснок
-а (чесноку) α. σκόρδο (το φυτό καθώς και ο βολβός αυτού).
См. также в других словарях:
σκόρδο — σκόρδο, το και σκόροδο, το 1. είδος λαχανικού. 2. «σκόρδα!», λέγεται για να αποφευχτεί το μάτιασμα κυρίως των βρεφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek
σκορδαλιά — η, Ν πολτώδες καρύκευμα από χτυπημένο σκόρδο, λάδι και ξίδι ή λεμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + ἀλιάδα* (< ιταλ. agliata < aglio «σκόρδο» < λατ. allium)] … Dictionary of Greek
σκοροδίζω — Α 1. (ιδίως σχετικά με κοκόρια πριν από κοκορομαχία) ταΐζω με σκόρδο 2. καρυκεύω με σκόρδο 3. μτφ. κάνω κάποιον να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον. Η μτφ. σημ. τού ρ. «κάνω κάποιον να θυμώσει» οφείλεται στο ότι έδιναν στα κοκόρια σκόρδο πριν από… … Dictionary of Greek
άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… … Dictionary of Greek
αλιάδα — η «σκοροδάλμη», σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agliata (< aglio «σκόρδο») < λατ. allium, «σκόρδο»] … Dictionary of Greek
μονόσκορδον — μονόσκορδον, τὸ (Α) 1. σκόρδο που φυτρώνει μόνο του, αυτοφυές 2. (κατ άλλη ερμ.) «μονὸν σκόρδον» ή μόνο με σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκόρδον] … Dictionary of Greek
νοθόσκορδο — το βοτ. γένος φυτών τής Αμερικής παρόμοιων με το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nothoscordum < νόθος + σκόρδο] … Dictionary of Greek
σκορδίλα — η, Ν οσμή σκόρδου και, κυρίως, η δυσώδης μυρωδιά που αναδίδεται από το στόμα ατόμου που έχει φάει σκόρδο, αλλ. σκορδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + κατάλ. ίλα (πρβλ. κρεατ ίλα)] … Dictionary of Greek
σκορδοστούμπι — το, Ν 1. φαγητό παρασκευαζόμενο από κρέας και σκόρδο 2. σκορδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + στούμπος / στουμπώνω «παραγεμίζω», κατά τα ουδ. σε ι] … Dictionary of Greek
σκόροδο — το / σκόροδον, ΝΜΑ το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκόρδο] … Dictionary of Greek