σκυταλίδα
1σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… …
2σκυταλίδα — σκυταλίς stick fem acc sg …