σκυρθάλιος νεανίσκος
1σκυρθάλιος — Α (κατά τον Ησύχ.) «νεανίσκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει το σπάνιο επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος). Η σύνδεση της λ. με τα αρχ. ινδ. krdhu «περικομμένος» (πρβλ. και κυρσάνιος «έφηβος», a skrdho yu «ολόκληρος, μη… …
2σκυρθαλίας — Α (κατά τον Ησύχ.) έφηβος, νεανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυρθάλιος «νεανίσκος» + επίθημα ίας (πρβλ. νεαν ίας)] …
3(s)ker-dh-, (s)kor-dh- — (s)ker dh , (s)kor dh English meaning: small, miserable Deutsche Übersetzung: “kũmmerlich, klein; verkũmmern” Material: O.Ind. kr̥dhu “ abbreviated, mutilated, small, mangelhaft” (comparative kradhīyam s , Superlativ… …