σκυθρωπός
1σκυθρωπός — of sad masc/fem nom sg …
2σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… …
3σκυθρωπός — ή, ό κατηφής, θλιμμένος: Με κοιτούσε με πρόσωπο σκυθρωπό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σκυθρωπότερον — σκυθρωπός of sad adverbial comp σκυθρωπός of sad masc acc comp sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc comp sg …
5σκυθρωποτάτων — σκυθρωπός of sad fem gen superl pl σκυθρωπός of sad masc/neut gen superl pl …
6σκυθρωποτέραις — σκυθρωπός of sad fem dat comp pl σκυθρωποτέρᾱͅς , σκυθρωπός of sad fem dat comp pl (attic) …
7σκυθρωποτέρων — σκυθρωπός of sad fem gen comp pl σκυθρωπός of sad masc/neut gen comp pl …
8σκυθρωπόν — σκυθρωπός of sad masc/fem acc sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc sg …
9σκυθρωπότατα — σκυθρωπός of sad adverbial superl σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc superl pl …
10σκυθρωπότατον — σκυθρωπός of sad masc acc superl sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc superl sg …