Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκούρος

  • 1 σκούρος

    [скурос] εκ. темный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκούρος

  • 2 тёмный

    Русско-греческий словарь > тёмный

  • 3 темноватый

    темноватый
    прил μαυρειδερός, μουντός/ σκοῦρος (о цвете).

    Русско-новогреческий словарь > темноватый

  • 4 темно-синий

    темно-синий
    прил βαθυκύανος, μπλε σκούρος.

    Русско-новогреческий словарь > темно-синий

  • 5 темный

    темн||ый
    прил
    1. σκοτεινός/ σκούρος, μελανός (о цвете):
    \темныйая ночь ἡ σκοτεινή νύχτα1 \темныйое платье τό σκούρο φόρεμα· \темныйые волосы τά μαύρα (или τά σκοῦρα) μαλλιά·
    2. (неясный, неизвестный) σκοτεινός:
    \темныйые места в книге οἱ σκοτεινές σελίδες τοῦ βιβλίου·
    3. (подозрительный) ὕποπτος, σκοτεινός:
    \темныйое прошлое τό ὕποπτο (или τό σκοτεινό) παρελθόν это дело \темныйое αὐτό εἶναι σκοτεινή ὑπόθεση·
    4. (невежественный) ἀμαθης· ◊ \темныйая вода мед. ἡ ἀμαύρωση (τῶν ὁφθαλμών)· темным-темно разг θεοσκότεινα· \темныйое пятно́ ἡ μελανή κηλίδα

    Русско-новогреческий словарь > темный

  • 6 буреть

    -еет, ρ.δ.
    γίνομαι φαιός, σκούρος.

    Большой русско-греческий словарь > буреть

  • 7 бурый

    επ., βρ: бур, -а, -о
    φαιός, σκούρος• τεφρός, σταχής, γκρίζος. || βαθυκαστανόχρωμος•

    бурый конь ο ντορής (άλογο).

    εκφρ.
    бурый уголь – ο λιγνίτης τυρφολιγνίτης•
    бурый медведь – η καστανόχρωμη αρκούδα.

    Большой русско-греческий словарь > бурый

  • 8 иссиза...

    πρώτο συνθετικό• σκούρος... ή,γκρίζο;... —голубой γκρίζογάλαζος.

    Большой русско-греческий словарь > иссиза...

  • 9 тёмный

    επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.
    1. σκοτεινός•

    -ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•

    -ая комната σκοτεινό δωμάτιο•

    -ое царство το σκοτεινό βασίλειο•

    тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.

    2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•

    -ые волосы σκούρα μαλλιά•

    -ое платье σκούρο φόρεμα.

    || βαθύχρωμος.
    3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•

    -ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.

    4. κακός, φαύλος-άσχημος•

    -ке деяния σκοτεινά έργα•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ые дела σκοτεινές υποθέσεις.

    5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•

    -ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•

    -ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.

    || παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•

    тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.

    6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.
    7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.
    εκφρ.
    - ая мука – το χοντράλευρο•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•
    - ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•
    от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•
    темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο.

    Большой русско-греческий словарь > тёмный

  • 10 чёрный

    επ., βρ: чрен, черна, черно.
    1. μαύρος, μέλας, μελανός•

    -ая краска μαύρο χρώμα•

    чёрный дым μαύρος καπνός•

    чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.

    2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•

    -ая раса μαύρη φυλή.

    ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.
    3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•

    ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.

    4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•

    -ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•

    -ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.

    || μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•

    -ая лестница η πισινή σκάλα•

    чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•

    чёрный двор η πισινή αυλή•

    чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.

    5. ανειδίκευτος•

    -ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.

    || ρυπαρός, βρώμικος.
    6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•

    -ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.

    7. βλ. тягловый (1 σημ.).
    8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.
    9. βλ. чародейный.
    ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.
    10. αρνητικός, άσχημος•

    выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.

    11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•

    -ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•

    -ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).

    || (για χρόνο) δύσκολος•

    чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.

    12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•

    -ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•

    -ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.

    εκφρ.
    -ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•
    чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•
    - ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•
    - ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•
    - ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•
    чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•
    - ая кровь – το φλεβικό αίμα•
    чёрный лесβλ. чернолесье•
    - ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•
    - ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•
    - ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•
    чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•
    чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•
    - ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•
    - ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•
    - ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•
    - ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•
    - ая тропаβλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•
    называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•
    - ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > чёрный

  • 11 шерл

    α.
    σκούρος τουρμαλίνης (ορυκτό).

    Большой русско-греческий словарь > шерл

См. также в других словарях:

  • σκούρος — α, ο, Ν 1. αμαυρός, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός, μουντός (α. «σκούρα μαλλιά» β. «τή ζωγράφισε σε σκούρο φόντο»·) 2. μτφ. δυσχερής, δύσκολος («είναι πολύ σκούρα τα πράγματα») 3. το ουδ. ως ουσ. το σκούρο εξωτερικό φύλλο παραθύρου 4. φρ. «τά βρίσκω …   Dictionary of Greek

  • σκούρος — η, ο (λ. ιταλ.) 1. σκοτεινόχρωμος: Έχει σκούρα μάτια. – Έφτιαξε ένα σκούρο κοστούμι. 2. φρ., «Τα βρήκα σκούρα», αντιμετώπισα δυσκολίες· «Βλέπω σκούρα τα πράγματα», η κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… …   Dictionary of Greek

  • σκουραίνω — Ν [σκούρος] 1. κάνω κάτι σκούρο, τού δίνω σκούρο χρώμα 2. γίνομαι σκούρος, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός (α. «το ασήμι σκουραίνει σιγά σιγά» β. «ο ουρανός άρχισε να σκουραίνει») 3. μτφ. εξελίσσομαι άσχημα, πάω προς το χειρότερο, επιδεινώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • σκουροφέρνω — Ν φαίνομαι σκούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούρος + φέρνω (πρβλ. μικρο φέρνω)] …   Dictionary of Greek

  • Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… …   Dictionary of Greek

  • άσκιος — ἄσκιος, ον (Α) [σκιά] 1. αυτός που δεν έχει σκιά, που δεν πέφτει επάνω του σκιά 2. εκείνος που είναι πολύ σκιερός, ο κατάσκιος (από τα δέντρα) 3. (για χρώμα) ο σκούρος, ο σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • αίθοψ — αἶθοψ ( οπος), ο, η (Α) 1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος 2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός 3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης 4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες 5. σκοτεινός, σκούρος 6. ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή… …   Dictionary of Greek

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»