Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκουφί

См. также в других словарях:

  • σκουφί — το (λ. ιταλ.), κάλυμμα της κεφαλής από ύφασμα: Έπλεξε ένα σκουφί για το μωρό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουφί — το, Ν [σκούφος / σκούφια] 1. μικρός σκούφος 2. η σκούφια …   Dictionary of Greek

  • καλόττα — και καλότα, η 1. κάλυμμα τής κεφαλής, σκουφί 2. (ειδ.) το μικρό κόκκινο σκουφί τών ρωμαιοκαθολικών ιερέων 3. το κύριο τμήμα τού γυναικείου καπέλου που περιβάλλει την κεφαλή, σε αντιδιαστολή προς τον γύρο, κν. τεπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calotte] …   Dictionary of Greek

  • скуфья́ — и, род. мн. фей, дат. фьям, ж. 1. Остроконечная черная или фиолетовая бархатная шапка у православного духовенства, монахов. Мы застали отца Стахия в скуфье и полумантии, собиравшегося к вечерне. Короленко, В пустынных местах. 2. устар. Круглая… …   Малый академический словарь

  • скуфья — B сущ; 212 см. Приложение II (алая или синяя бархатная шапочка, знак отличия у православного духовенства) скуфьи/ мн. скуфьи/ скуфе/й скуфья/м Пойду в скуфь …   Словарь ударений русского языка

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κλοτσοσκούφι — το 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες κλοτσούν έναν σκούφο 2. φρ. «έχει γίνει κλοτσοσκούφι» έχει καταντήσει έρμαιο τών άλλων και, γενικά, άτομο άβουλο που τό περιφρονούν όλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλότσος + σκουφί] …   Dictionary of Greek

  • σκουφάκι — το, Ν [σκούφος] 1. μικρός σκούφος 2. μικρό σκουφί για παιδιά, η σκούφια …   Dictionary of Greek

  • Δικαίου, Ελένη — (Νέα Ιωνία, Βόλος 1952 –). Λογοτέχνης. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στον ΟΤΕ (τμήμα δημοσίων σχέσεων). Άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά της χρόνια, στέλνοντας κείμενά της στο περιοδικό Η Διάπλασις… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοσκούφης — ο θηλ. κοκκινοσκούφα 1. αυτός που φοράει κόκκινο σκουφί. 2. αυτός που διαδηλώνει τις επαναστατικές του ιδέες με κόκκινο κάλυμμα της κεφαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»