Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκουπίδια

См. также в других словарях:

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Greek Wikipedia — Infobox website name = Greek Wikipedia caption = url = http://el.wikipedia.org/ commercial = No location = Miami, Florida type = Internet encyclopedia project language = Greek registration = Optional owner = Wikimedia Foundation author = The… …   Wikipedia

  • Греческая Википедия — Ελληνική Βικιπαίδεια …   Википедия

  • ανακύκλωση — Στην τεχνολογία, διάφορες μέθοδοι με τις οποίες ένα αντικείμενο επαναφέρεται στην αρχική φάση επεξεργασίας του και αξιοποιείται πάλι ως πρώτη ύλη για την κατασκευή νέων αντικειμένων. Η α. χρησιμοποιείται επίσης για την αξιοποίηση μέρους των… …   Dictionary of Greek

  • αποσαρώνω — (Μ ἀποσαρῶ, όω) 1. σκουπίζω καλά και πετώ τα σκουπίδια …   Dictionary of Greek

  • κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… …   Dictionary of Greek

  • κοσκυλμάτιον — κοσκυλμάτιον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κοσκυλμάτια αποκόμματα δέρματος β) (κωμικά) οι κολακείες τού βυρσοδέψη Κλέωνος προς τον Δήμο («ἐθώπευ , ἐκολάκευ , ἐξηπάτα κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων» χάιδευε, κολάκευε, εξαπατούσε με πολύ μικρά… …   Dictionary of Greek

  • μεσοδρομίς — και μισοδρομίς και μεσοδρομιάς επίρρ. 1. στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου, αλλ. μεσοστρατίς, μεσόδρομα 2. στα κατάμεσα τού δρόμου, αλλ. μεσόστρατα («πετούν τα σκουπίδια τους μεσοδρομίς») 3. μτφ. στο μέσο χρονικού διαστήματος ή ενέργειας… …   Dictionary of Greek

  • μουσίτσα — η 1. μικρό πτερωτό έντομο που αναπτύσσεται σε βαρέλια από μούστο, σε σάπια κρέατα ή λαχανικά καθώς και σε σκουπίδια 2. η σκνίπα 3. (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης 4. προσφώνηση γυναίκας με πολύ λεπτοκαμωμένο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso +… …   Dictionary of Greek

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • πεταξιά — η, Ν 1. το πέταμα, η ρίψη («τού δωσα μια πεταξιά στα σκουπίδια») 2. η εγκατάλειψη («τα παιδιά του τού δωσαν μια πεταξιά τώρα που γέρασε») 3. η σύντομη επίσκεψη («θά ρθω το απόγευμα μια πεταξιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεταξ τού αορ. πέταξ α τού πετώ + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»