-
1 σκοτεινός
[скотинос] επ. темный, мрачный, пасмурныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκοτεινός
-
2 чёрный
επ., βρ: чрен, черна, черно.1. μαύρος, μέλας, μελανός•-ая краска μαύρο χρώμα•
чёрный дым μαύρος καπνός•
чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.
2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•-ая раса μαύρη φυλή.
ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.
4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•-ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•
-ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.
|| μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•-ая лестница η πισινή σκάλα•
чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•
чёрный двор η πισινή αυλή•
чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.
5. ανειδίκευτος•-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.
|| ρυπαρός, βρώμικος.6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•-ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.
7. βλ. тягловый (1 σημ.).8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.9. βλ. чародейный.ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.10. αρνητικός, άσχημος•выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.
11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•-ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•
-ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).
|| (για χρόνο) δύσκολος•чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.
12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•-ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•
-ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.
εκφρ.-ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•- ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•- ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•- ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•- ая кровь – το φλεβικό αίμα•чёрный лес – βλ. чернолесье•- ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•- ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•- ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•- ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•- ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•- ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•- ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•- ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•- ая тропа – βλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•- ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα. -
3 цвета каления
мет. οι χρωματισμοί οφειλόμενοι σε υψηλές θερμοκρασίεςтемпература θερμοκρασία (°С)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвета каления
-
4 темный
темн||ыйприл1. σκοτεινός/ σκούρος, μελανός (о цвете):\темныйая ночь ἡ σκοτεινή νύχτα1 \темныйое платье τό σκούρο φόρεμα· \темныйые волосы τά μαύρα (или τά σκοῦρα) μαλλιά·2. (неясный, неизвестный) σκοτεινός:\темныйые места в книге οἱ σκοτεινές σελίδες τοῦ βιβλίου·3. (подозрительный) ὕποπτος, σκοτεινός:\темныйое прошлое τό ὕποπτο (или τό σκοτεινό) παρελθόν это дело \темныйое αὐτό εἶναι σκοτεινή ὑπόθεση·4. (невежественный) ἀμαθης· ◊ \темныйая вода мед. ἡ ἀμαύρωση (τῶν ὁφθαλμών)· темным-темно разг θεοσκότεινα· \темныйое пятно́ ἡ μελανή κηλίδα -
5 камера
камера ж 1) ο θάλαμος, το κελί \камера хранения (ручного багажа ) η αίθουσα αποσκευών 2) (надувная ) η σαμπρέλα автомобильная \камера η σαμπρέλα, ο αεροθάλαμος (τροχού) З): фотографическая \камера о σκοτεινός θάλαμος* * *ж1) ο θάλαμος, το κελίка́мера хране́ния (ручно́го багажа́) — η αίθουσα αποσκευών
2) ( надувная) η σαμπρέλαавтомоби́льная ка́мера — η σαμπρέλα, ο αεροθάλαμος (τροχού)
3)фотографи́ческая ка́мера — ο σκοτεινός θάλαμος
-
6 мрачный
мрачный σκυθρωπός, κατσουφιασμένος· σκοτεινός (тёмный)* * *σκυθρωπός, κατσουφιασμένος; σκοτεινός ( тёмный) -
7 тёмный
-
8 затемнеть
-еетρ.σ.1. αρχίζω να σκοτεινιάζω• γίνομαι σκοτεινός.2. φαίνομαι σκοτεινός.βλ. ρ. ενεργ. φ. -
9 безлунный
безлунныйприл ἀσέληνος, χωρίς φεγγάρι, ἀφέγγαρος, σκοτεινός. -
10 беспросветный
беспросветн||ыйприл1. (темный) μαϋρος, σκοτεινός:\беспросветныйая тьма τό βαθύ σκοτάδι;2. перен ἄχαρος, ἀπελπισμένος, μαϋρος:\беспросветныйая жизнь ἡ μαύρη ζωή. -
11 камера
камераж ί. τό κελλί[ον], ὁ θάλαμος:одиночная \камера τό κελλί καταδίκου· \камера хранения ж.-д. ἡ ἀποθήκη ἀποσκευών σιδηροδρομικού σταθμού·2. тех. ὁ ἀεροθάλαμος:фотографическая \камера ὁ σκοτεινός θάλαμος· \камера ши́ны ἡ σαμπρέλλα·3. кино ἡ μηχανή λήψης, ἡ κινηματογραφική μηχανή:телевизионная \камера ἡ μηχανή λήψης, Τηλεοράσεως. -
12 мрачный
мрачныйприл1. σκοτεινός, ζοφερός·2. перен σκυθρωπός, κατηφής:\мрачныйый взгляд τό σκυθρωπό βλέμμα· \мрачныйые мысли μαύρες σκέψεις. -
13 невыясненный
невыясненныйприл σκοτεινός, ἀσαφής, ἀξεκαθάριστος. -
14 непоиятный
непоиятн||ыйприл1. ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος / δυσνόητος, σκοτεινός (неясный)·2. (загадочный, странный) παράξενος, ἀνεξήγητος, ἀλλόκοτος:\непоиятныйый случай τό παράξενο συμβάν. -
15 неяркий
неяркийприл ἀλαμπής, σκοτεινός, θαμπός:\неяркий свет τό ἀμυδρό[ν] φῶς· \неяркий свет луны τό θαμπό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. -
16 сумрачный
сумрачныйприл1. μισοσκότεινος, σκοτεινός·2. перен σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιασμένος (о человеке, лице)/ μαύρος (о мыслях и т. п.). -
17 теиевой
теиев||ойприл1. (находящийся в тени) σκιερός, σύσκιος, ἀπόσκιος:\теиевойа́я сторона дома τό ἀνήλιο μέρος τοῦ σπιτιοὔ·2. жив. σκιώδης, μέ σκιά·3. перен (отрицательный) σκοτεινός, μελανός:\теиевойые стороны жизни οἱ σκοτεινές πλευρές τής ζωής. -
18 туманный.
туманн||ый.прил1. νεφελώδης, ὁμιχλώδης:\туманный.ый день ὁμιχλώδης μέρα·2. (тусклый'г-о взоре) θολός, θαμπός·3. (неясный) ἀόριστος, ἀσαφής, σκοτεινός:\туманный.ые речи τά ἀόριστα λογία· \туманный.ый смысл ἡ σκοτεινή Εννοια. -
19 беспросветный
[μπισπρασβιέτνυϊ] εκ. σκοτεινός -
20 мрачный
[μράτσνυϊ] εκ σκοτεινός
См. также в других словарях:
σκοτεινός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος σκοτάδι: Ήταν μια νύχτα σκοτεινή,χωρίς φεγγάρι. 2. σκούρος, χωρίς λάμψη: Η εικόνα αυτή είναι πολύ σκοτεινή. – Χρησιμοποιεί σκοτεινά χρώματα στη ζωγραφική. 3. δυσνόητος, ασαφής: Ορισμένα σημεία του λόγου του είναι σκοτεινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτεινά — σκοτεινός dark neut nom/voc/acc pl σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc/acc dual σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότερον — σκοτεινός dark adverbial comp σκοτεινός dark masc acc comp sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινοτέραις — σκοτεινός dark fem dat comp pl σκοτεινοτέρᾱͅς , σκοτεινός dark fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινῶν — σκοτεινός dark fem gen pl σκοτεινός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινόν — σκοτεινός dark masc acc sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότατον — σκοτεινός dark masc acc superl sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναῖς — σκοτεινός dark fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναί — σκοτεινός dark fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)