σκοτίζομαι
1σκοτίζομαι — σκοτίζομαι, σκοτίστηκα, σκοτισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: σκοτίζομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του σκοτίζω. Συνήθως απαντάται με την έννοια ενδιαφέρομαι (όπως π.χ. στην ειρωνική έκφρ. σκοτίστηκα! → πολύ που με νοιάζει!) …
2σκοτίζομαι — σκοτίζω make dark pres ind mp 1st sg …
3σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… …
4αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… …
5ενσκοτίζομαι — ἐνσκοτίζομαι (Α) [σκοτίζομαι] βρίσκομαι στο σκοτάδι …
6κεφαλοπονώ — και άω (Μ κεφαλοπονώ) [κεφαλόπονος] 1. έχω κεφαλαλγία, υποφέρω από πονοκέφαλο 2. μτφ. νοιάζομαι πολύ, ανησυχώ, σκοτίζομαι …
7μαραυγώ — μαραυγῶ, έω (Α) θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι αυγῶ, χρυσ αυγῶ (βλ. λ.… …
8πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …
9πονοκεφαλιάζω — και πονοκεφαλώ, άω, Ν [πονοκέφαλος] 1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του») 2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι 3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο… …
10ԽԱՒԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0935 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ձ. ԽԱՒԱՐԻՄ որ եւ ԽԱՒԱՐԱՆԱԼ. σκοτάζομαι, σκοτίζομαι , σκοτόομαι, ἑπισκοτόομαι, συσκοτάζομαι tenebris offundor, obscuror γνοφόομαι caligine obtegor. Խաւարաւ պատիլ.… …
- 1
- 2