σκοπῶ
1σκοπώ — άω, Α [σκοπή] σκοπιάζω*. σκοπῶ, έω, ΝΜΑ [σκοπός (Ι)] νεοελλ. (λόγιος τ.), 1. σκοπεύω, προτίθεμαι, έχω σκοπό 2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το σκοπούμενο σκοπός, επιδίωξη μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς ένα αντικείμενο, παρατηρώ κάτι αρχ …
2σκοπῶ — σκοπάω pres imperat mp 2nd sg σκοπάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σκοπάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σκοπάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) σκοπάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) σκοπάω imperf ind… …
3σκοπῷ — σκοπάω pres opt act 3rd sg σκοπός one that watches masc/fem dat sg …
4σκοπῶι — σκοπῷ , σκοπάω pres opt act 3rd sg σκοπῷ , σκοπός one that watches masc/fem dat sg …
5ιχνοσκοπώ — ἰχνοσκοπῶ, έω (Α) παρατηρώ τα ίχνη, εξετάζω τα ίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + σκοπῶ (< σκοπος < σκοπός), πρβλ. αστερο σκοπώ, οιωνο σκοπώ] …
6μαγνητοσκοπώ — εγγράφω με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου εικόνες και ήχους τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης + σκοπώ (< σκοπός) πρβλ. αστερο σκοπώ, βολιδο σκοπώ] …
7μυθοσκοπώ — μυθοσκοπῶ, έω (Μ) εξετάζω αυτά που λέγονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + σκοπῶ (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. καιρο σκοπώ, οιωνο σκοπώ] …
8οδοσκοπώ — ὁδοσκοπῶ, έω (Μ) (για ληστές) παρατηρώ τους δρόμους, ενεδρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + σκοπῶ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ημερο σκοπώ, καιρο σκοπώ] …
9εξιχνοσκοπώ — ἐξιχνοσκοπῶ, έω (Α) αναζητώ ακολουθώντας τα ίχνη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιχνο σκοπώ (< ίχνος + σκοπώ)] …
10οπλοσκοπώ — ὁπλοσκοπῶ, έω (Α) επιθεωρώ τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + σκοπῶ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκοπώ] …