σκοπῶ

  • 81ωμοπλατοσκοπία — η / ὠμοπλατοσκοπία, ΝΜ 1. (λαογρ.) είδος τεχνητής μαντείας από σημεία τής ωμοπλάτης αρνιού 2. φρ. «Περί ωμοπλατοσκοπίας» τίτλος πραγματείας τού Μιχαήλ Ψελλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμοπλάτη + σκοπία (< σκόπος < σκοπῶ), πρβλ. οἰωνο σκοπία] …

    Dictionary of Greek