σκοπῶ

  • 61ουροσκοπία — η η μικροβιολογική εξέταση τών ούρων που γίνεται για διαγνωστικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. uroscopy (< ούρο + σκοπία < σκόπος < σκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 62οφθαλμοσκοπία — η ιατρ. η εξέταση τού βυθού τού οφθαλμού με το οφθαλμοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscopie (< οφθαλμός + σκοπία < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος) …

    Dictionary of Greek

  • 63οφθαλμοσκόπηση — η η οφθαλμοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + σκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Α. Ζαγκαρόλα] …

    Dictionary of Greek

  • 64οφθαλμοσκόπιο — το ιατρ. όργανο που χρησιμοποιείται για εξέταση τού βυθού τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscope (< οφθαλμός + σκόπιο < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος] …

    Dictionary of Greek

  • 65προσκοπώ — έω, Α [σκοπῶ] 1. παρατηρώ, στοχάζομαι εκ τών προτέρων 2. εξετάζω καλά εκ τών προτέρων («πάντα προσκοπεῑν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις», Σοφ.) 3. προβλέπω 4. μεριμνώ, φροντίζω («μὴ παθεῑν μᾱλλον προυσκόπουν», Θουκ.) 5. παρακολουθώ ως πρόσκοπος,… …

    Dictionary of Greek

  • 66προσσκοπώ — έω, Α παρατηρώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σκοπῶ «εξετάζω, παρατηρώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 67πρωκτοσκόπηση — η, Ν ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τού πρωκτού με ειδικό όργανο, το πρωκτοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proctoscopy (< πρωκτός + σκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 68πυελοσκόπηση — και πυελοσκοπία, η, Ν ακτινοσκοπική εξέταση τής νεφρικής πυέλου και τού ουρητήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyeloscopie (< πύελος + σκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 69σκοπήσεις — Α [σκοπῶ] (κατά τον Ησύχ.) «σκέψεις» …

    Dictionary of Greek

  • 70σκοπεύω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθορίζω τη θέση ενός σημείου ή ενός αντικειμένου με τη βοήθεια οπτικού οργάνου, διοπτεύω 2. εκτελώ σκόπευση, κατευθύνω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου προς έναν στόχο, σημαδεύω 3. μτφ. έχω σκοπό να κάνω κάτι, προτίθεμαι να πράξω κάτι …

    Dictionary of Greek