σκοπῶ

  • 51οικοσκοπικόν — οἰκοσκοπικόν, τὸ (Α) παρατήρηση οιωνού στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σκοπῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 52οινοσκόπιο — το το οινόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + σκόπιο (< σκόπος < σκοπώ), πρβλ. στηθο σκόπιο. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …

    Dictionary of Greek

  • 53οισοφαγοσκόπηση — η ιατρ. η οισοφαγοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + σκόπηση (< σκοπώ «εξετάζω, παρατηρώ»), πρβλ. βρογχο σκόπηση. Η λ., στον λόγιο τ. οὶσοφαγοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Ζαγκαρόλα] …

    Dictionary of Greek

  • 54οργανοσκοπία — η εξέταση και προσδιορισμός τής κατάστασης τών εσωτερικών οργάνων τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organoscopy (< όργανο + σκοπία < σκοπος < σκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 55ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …

    Dictionary of Greek

  • 56ορθοσιγμοειδοσκόπηση — η ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τού ορθού και τής κατώτερης μοίρας τού σιγμοειδούς κόλου μέχρι βάθος 15 εκατοστομέτρων, συνήθως, και σε ορισμένες περιπτώσεις 25 ή 30 εκατοστομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου» + σιγμοειδές (κόλο) +… …

    Dictionary of Greek

  • 57ορνεοσκόπος — ο (ΑΜ ὀρνεοσκόπος, Μ και ὀρνοσκόπος) αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + σκοπος (< σκοπῶ), πρβλ. ορνιθο σκόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 58ορνιθοσκόπος — ὀρνιθοσκόπος, ον (Α) 1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών 2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» εδώλιο ορνιθοσκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο σκόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 59ουρηθροσκόπηση — και ουρηθροσκοπία, η ιατρ. εξέταση τού εσωτερικού τής ουρήθρας με ειδικό όργανο, το ουρηθροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uretroscopie (< ουρήθρα + σκοπία < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Δ. Ζαγκαρόλα] …

    Dictionary of Greek

  • 60ουρηθροσκόπιο — το ιατρ. όργανο με το οποίο εξετάζεται το εσωτερικό τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethroscope (< ουρήθρα + σκόπιο < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek