σκοπῶ

  • 41μετωποσκόπος — ο (Α μετωποσκόπος) αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση τού μετώπου και τών ρυτίδων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. μετεωρο σκόπος, ονειρο σκόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 42μηλοσκόπος — μηλοσκόπος, ον (Α) φρ. «μηλοσκόπος κορυφή» σημείο από το οποίο μπορεί κάποιος να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σκόπος (< σκοπῶ «παρατηρώ, εξετάζω»), πρβλ. οιωνο σκόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 43μικροσκοπώ — έω εξετάζω ή παρατηρώ κάτι με το μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σκοπώ (< σκόπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …

    Dictionary of Greek

  • 44μονοσκοπώ — μονοσκοπῶ έω (Α) σκέπτομαι μόνο ένα πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκοπῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 45μορφοσκόπος — μορφοσκόπος, ον (ΑΜ) αυτός που ασκεί μαντεία παρατηρώντας και εξετάζοντας μορφές ή σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο σκόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 46νειλοσκόπιο — το (Α νειλοσκοπεῑον) το νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + σκόπιο / σκοπεῑον (< σκόπος < σκοπῶ), πρβλ. ωρο σκόπιο] …

    Dictionary of Greek

  • 47νεκροσκόπος — ο ειδικός γιατρός ή υπάλληλος αρμόδιος για τη διαπίστωση τού θανάτου και τών αιτίων του μετά από εξωτερική νεκροψία τού νεκρού, που εκδίδει και τη σχετική βεβαίωση θανάτου τού νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + σκόπος (< σκοπώ), πρβλ. μετεωρο… …

    Dictionary of Greek

  • 48οζοντοσκοπικός — και οζονοσκοπικός, ή, ό χημ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οζοντοσκόπιο και στις μετρήσεις που γίνονται με αυτό β) φρ. «οζοντοσκοπικός χάρτης» χημ. ειδικός διηθητικός χάρτης διαποτισμένος με διάλυμα ιωδιούχου καλίου ο οποίος υποδεικνύει με …

    Dictionary of Greek

  • 49οζοντοσκόπιο — το χημ. εργαστηριακή διάταξη που επιτρέπει την ανίχνευση τού όζοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ ozonoscope (< όζον* + σκόπιο < σκοπος < σκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 50οικοσκοπητικόν — οἰκοσκοπητικόν, τὸ (ΑΜ) το οικοσκοπικόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σκοπῶ] …

    Dictionary of Greek